- σκαντάλι
- το, Ν1. η σκανδάλη2. το σκανδάληθρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαντάλη / σκανδάλη, κατά τα ουδ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταπειρατηρία — και ιων. τ. καταπειρατηρίη, ἡ (Α) 1. ναυτικό όργανο με το οποίο μετρούν το βάθος τής θάλασσας, ναυτική βολίδα, σκαντάλι 2. επιγρ. (πιθ. ερμ.) παλαμάρι τής άγκυρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + *πειρατηρία (θηλ. τού πειρατήριος < πειρῶμαι… … Dictionary of Greek